- κεφαλοποιητικός
- κεφαλοποιητικός, -ή, -ον (Α)αυτός που παράγει ή φτιάχνει κεφάλια («δύναμις κεφαλοποιητική»).[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)-* + -ποιητικός (< -ποιητής < ποιητής < ποιῶ), πρβλ. ζωο-ποιητικός, τεκνο-ποιητικός].
Dictionary of Greek. 2013.